- τοὐπίκλην
- ἐπίκλην , ἐπίκληνby surnameindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίκλη — ἐπίκλη, ή (AM) 1. (κατά τον Ησύχ.) επίκληση, επωνυμία χρησιμοποιείται μόνο στην αιτ. στην έκφραση ἐπίκλην ἔχω ονομάζομαι, καλούμαι, έχω ονομασία («ἄστρα, ἐπίκλην ἔχοντα πλανητά», Πλάτ.) 2. (η αιτ. ως επίρρ.) ἐπίκλην α) κατ’ επίκληση, με την… … Dictionary of Greek
ИОАНН II Христос Продром — (Христос Продром; † после 14.08.1089), митр. Киевский, канонист, полемист. И. принадлежал к визант. роду, представителем к рого также был стихотворец, агиограф и полемист 1 й пол. XII в. Феодор Продром. Имеется автобиографическое свидетельство… … Православная энциклопедия